- υπεργέμω
- Αείμαι υπερβολικά γεμάτος, περισσότερο από το κανονικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ* + γέμω «είμαι γεμάτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… … Dictionary of Greek